- λευκομαινίς
- λευκομαινίς, -ίδος, ἡ (Α)είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)*- + μαινίς «είδος ψαριού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκομαινίδας — λευκομαινίς the white sprat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκομαινίδες — λευκομαινίς the white sprat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek